Αλλαγή μεγέθους κειμένου
Δημοτικού Διαμερίσματος Δήμου Γραβιάς Επιμέλεια-έρευνα Σπ. Πολίτης
Α. Προϊστορική περίοδος
Η ΑΡΧΑΙΑ ΔΩΡΙΚΗ ΤΕΤΡΑΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΔΡΥΟΠΗ
ΑΡΧΑΙΑ ΔΩΡΙΣ
Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΔΩΡΙΕΩΝ
Α. Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΩΡΙΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Μεταξύ του 20ου και του 14ου π.χ. αιώνος, ελληνικά φύλλα Ιώνων, Αιολέων, Αχαιών κ.λ.π. που όρμησαν από περιοχές ευρισκόμενες βορείως της ελληνικής χερσονήσου, εισέδυσαν βαθμιαίως δια της Θεσσαλίας ή των ορεινών περιοχών της Πίνδου, στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα και αργότεραδιεσπάρησαν στα νησιά του Πελάγους και στίς ακτές της Μικράς Ασίας, κατά διαδοχικά κύματα και φυλές.
Το τελευταίο ελληνικό φύλο που κατήλθε, περί τα τέλη του 12ου π.χ. αιώνος είναι οι Δωριείς.
Οι Δωριείς, ποιμενικός λαός, εφοδιασμένοι με όπλα σιδηρά και ορμήσαντες επίσης κατά ορδάς, εστάθμευσαν κατ’ αρχήν στη Θεσσαλία. Αργότερα όμως, εξεδιώχθησαν από τους, περί το όρος Κίσσαβο, κατοίκους.Τότε ως απειθάρχητα και βιαιοπραγούντα στίφη, άλλοι μεν μέσω των ορεινών προσβάσεων της Πίνδου και άλλοι μέσω της Φθίας (Φθιώτιδας)και της κοιλάδας του Σπερχειού, διέβησαν τον ποταμό και ακολουθούντες τις διάφορες προσβάσεις και ατραπούς έφτασαν στν πεδινή έκταση που απλώνεται μεταξύ Γραβιάς και της Μαριολάτας, του Παλαιοχωρίου, του Μπράλλου, του Αποστολιά και των Καστελλίων και στην ορεινή γεωγραφική περιοχή του Οινοχωρίου και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτή.
Έκτοτε η περιοχή αυτή που ονομαζόταν Δωρίς ή Δρυωπίς, ονομάζεται μητρόπολη των Δωριέων.Επειδή δε η πεδιάδα αυτή διαρρέεται από δύο ποταμούς, ρέοντας παραλλήλως εκ δυσμών πρός ανατολάς, Πίνδου ή Κανιανίτη και του Αποστολιά, ονομάζεται και κοιλάς των Δωριέων. Οι ποταμοί αυτοί εκβάλλουν στον Βοιωτικό Κηφισσό, ανατολικά της αρχαίας πόλεως Λίλαιας,πέραν δε του ορίου τούτου πρός ανατολάς εκτείνεται η Φωκική κοιλάς.Παραλείπονται στη μελέτη αυτή τα μυθώδη ιστορήματα κατά τα οποία οι Δωριείς μετεκινούντο υπό τον Βασιλέα αυτών Αιγιμνιόν διάδοχον του Δώρου ( από τον οποίο προήλθε το όνομα Δωριείς), υιού του Έλληνα και της νύμφης Περσιήδας, απογόνων του Δευκαλίωνος και της Πύρρας και άλλα σχετικά μυθεύματα, ίσως και παραδόσεις, περί της καταγωγής των Δωριέων, τα οποία στιχουργών εκθέτει ο ψυχίατρος Χαράλ. Π. Στοφόρος στο βιβλίο του: <ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ> και τα οποία βέβαια ιστόρησε βασιζόμενος σε διάφορα συγγράμματα.
Οι Δωριείς στο χώρο αυτό έχτισαν τις 4 πόλεις της <ΔΩΡΙΚΗΣ ΤΕΤΡΑΠΟΛΕΩΣ> ήτοι: το Βόϊον, το Κυτίνιον, την Ερινέον και την Πίνδο και πιθανότατα την Δρυόπη που βρίσκεται 4 χλμ. βορείως της Πίνδου στην περιοχή Οινοχωρίου. Για την αρχαία Δωρίδα και τη Δωρική Τετράπολη έχουμε πληροφορίες από τους αρχαίους ιστορικούς που ιστορούν την προϊστορία του χώρου, δηλαδή τον Στράβωνα, τον Ηρόδοτο, τον Θουκιδίδη και από νεώτερους. Υπάρχουν επίσης κατάλειπα αυτών των πόλεων. Είναι τα απομεινάρια των τειχών των κάστρων και άλλα πολλά, τα οποία ευρίσκουν οι κάτοικοι στίς διάφορες περιοχές και οι γεωργοί που γεωργούν αυτούς τούς χώρους.Δηλαδή διάφορες πλάκες από οπτή γη, τάφους, αγγεία, υπολλείματα όπλων, επιγραφές, επιτύμβιες πλάκες, διάφορα νομίσματα, κτερίσματα και υδραγωγούς.
Είναι ατύχημα γιατί στην περιοχή ουδέποτε έγινε σχετική αρχαιολογική έρευνα πρός συλλογήν του διάσπαρτου αρχαιολογικού υλικού και ιστόρηση τούτου.Το έτος 1970 όμως δημοσιεύτηκε έρευνα, η οποία αναφέρεται λεπτομερώς εις τα όσα αφορούν την αρχαία Δωρίδα.Πρόκειται περί της διδακτορικής διατριβής του αειμνήστου συμπολίτου και συναδέλφου Παναγιώτη Τσακρή, τ. Δ/ντού Παι. Ακαδ. Λαμίας και αργότερα Δ/ντού <<Ετέρων Κλάδων>> του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ο εν λόγω αείμνηστος συμπολίτης μας ήταν πτυχιούχος Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και των << Επιστημών της Παιδείας>> του Πανεπιστημίου της Γενεύης. Ο Παν.Τσακρής αφού έλαβε υπ’ όψιν του τις μαρτυρίες αρχαίων και νεωτέρων συγγραφέων, ερεύνησε προσεκτικά το χώρο της Δωρίδος και με τις πολύτιμες οδηγίες διακεκριμένων καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών( αναφέρομεν μόνον τους αειμνήστους Γ. Κόλλιαν και Ν. Καρμίρην) συνέγραψε διδακτορική διατροφή,με τίτλο <<Η ΑΡΧΑΙΑ ΔΩΡΙΣ-Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΔΩΡΙΕΩΝ>>.Αυτήν,πρωτίστως, λαμβάνομεν υπ’ όψιν πρός έκθεσιν των κατωτέρω. Δεν παραλείπομεν να αναφέρουμε ότι σχετική εγγραφή έγραψε και ο συμπολίτης μας κ. Γεώργιος Πουρνάρας.
Β. Η ΑΡΧΑΙΑ ΔΩΡΙΚΗ ΤΕΤΡΑΠΟΛΙΣ
Το Βόϊον, Βοιόν ή Βοϊον (Βόϊος ο αναφερόμενος εις τον βούν,εις τον τόπον των βοών).Η πόλη αυτή της αρχαίας Δωρίδος, τοποθετείται σε κεντρικό σημείο, στο οποίο έφθαναν όλοι οι δρόμοι της αρχαιότητας, που έρχονταν από τις χώρες των Φωκέων (Αμφίκλεια),των Αμφισσέων και των Οζολών Λοκρών,από την κοιλάδα του Σπερχειού,των Αιτωλών,των Αινειάνων,των Οιτέων,από τις μεταξύ των ορεινών οροσειρών,της Οίτης,του Τυμφρηστού,των Βαρδουσίων και της Γκιώνας προσβάσεις.Τη θέση αυτή ονομάζουν οι κάτοικοι του Καστελλίου <<Κεραμιδαριό>>ή Παλαιόκαστρο.Είναι βορειοανατολικά του συνοικισμοί <<Ευαγγελίστρια>> του Καστελλίου πλησίον της δεξιάς όχθης, ρέοντος του ποταμού Αποστολιά και απέχει 2 χλμ.από την Ευαγγελίστρια.
Οι καλλιεργητές των αγρών στη θέση αυτή, αποκαλύπτουν διάφορα αγγεία και πλάκες από οπτή γή.Ολόκληρη η περιοχή είναι κατεσπαρμένηαπό θραύσματα διαφόρων αντικειμένων και κεραμιδιών τα οποία αποτελούν ένδειξη ότι η πόλη ήταν αγγειοπλαστικό κέντρο. Στην τοποθεσία αυτή ανευρέθησαν νομίσματα χαλκού,αργύρου,χρυσού διαφόρων λαών,όπως σφραγίδες,νυπτήρες,αγγεία μεγάλων διαστάσεων(παγίδες για τους εχθρούς),μικρότερα αγγεία-τάφος,θήκη από οπτή γή,εντός του οποίου υπήρχε χάλκινο στεφάνι και υδρία.
Ευρέθησαν επίσης επιτύμβιες πλάκες με τις επιγραφές ΜΕΝΕΚΛΗΣ-ΘΕΟΤΕΛΗΣ-ΕΠΙΧΑΡΗΣ- ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ.Στή θέση αυτή υπάρχουν επίσης απομεινάρια παλαιού τείχους.Πρόκειται περί της θέσεως του Βοϊου,της Δωρικής Τετραπόλεως.Απέναντι αυτής,όχι μακριά από την αριστερή όχθη,ρέοντος του ποταμού Αποστολιά,επάνω στο γήλοφο που οι καλλιεργητές ονομάζουν <Κεραμίδι> υπάρχουν τείχη ακροπόλεως.Στη θέση αυτή αποκαλύφθηκαν υπερμεγέθη πήλινα αγγεία,παγίδες χρησιμοποιούμενες όπως και τα ευρεθέντα υπολείμματα τειχών,ως μέσα αμύνης εναντίον επερχομένων εχθρών.Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η πόλη αυτή ευρίσκετο σε κεντρική θέση,από την οποία περνούσαν όλοι οι τότε δρόμοι,είτε έρχονταν από τη Θεσσαλία,περνούσαν την κοιλάδα του Σπερχειού και δια μέσου των διόδων της Οίτης ή της φάραγγος του Ασωπού,έφθαναν στην <κοιλάδα του Αποστολιά και Πίνδου> <Κανιανίτη>, δηλ.την κοιλάδα των Δωριέων και κατευθύνονταν από αυτή εναντίον της τότε Φωκίδας, ομόρου της <Κοιλάδας των Δωριέων>,την οποία διέρρεε ο Βοιωτικός Κηφισσός.
Ο ποταμός αυτός σχηματιζόταν από την εκβολή του Πίνδου και του Αποστολιά σε κοινό σημείο ευρισκόμενο Ν.Α. της αρχαίας πόλεως Λίλαιας,της σημερινής Αγόριανης και εις το μέσον περίπου νοητής γραμμής,μεταξύ της αρχαίας αυτης πόλεως-σημερινής Λιλαίας-και σημείου,σε μικρή απόσταση ευρισκομένου Ν.Α. του Παλαιοχωρίου.Αυτή η νοητή γραμμή αποτελούσε και πρός το Β. όριο της αρχαίας Φωκίδας.Τη διαδρομή που διαγράψαμε ακολούθησαν,όπως εξιστορεί ο Ηρόδοτος οι Πέρσαι,όταν επετέθηκαν εναντίον της Φωκίδας.Αυτήν ακολούθησαν και ο Φιλιππος και οι Μακεδόνες,όταν επετέθησαν εναντίων των Φωκέων και Αμφισσέων το 329 π.χ.όπως επίσης αργότερα,το 228 π.χ.οι Πέρσαι,οι Κέλτοι και οι Γαλάται,υπό τον Βρένο,το 278 π.χ.εναντίον των Δελφών.
Αυτές τις διαδρομές ακολούθησαν οι συγκοινωνούντες με τα παραδοσιακά μέσα και πολλές από αυτές ακολουθούν,αφού διανοίχθηκαν καταλλήλως τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας.Η ύδρευση της πόλεως του Βοϊου γινόταν από τον Πίνδο ποταμό δια μέσου της Ευαγγελιστρίας.Του υδραγωγείου αυτού σώζονται λείψανα,πήλινα ρείθρα σχήματος ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου,καλυπτόμενα με πήλινη πλάκα και έχοντα πήλινη συμπαγή βάση. Το Βόϊον όπως αναφέρει ο Στραβων (Γεωγραφικά – 63 μ.χ.)κατεστράφη,όπως και άλλες Δωρικές πόλεις τον 3ον π.χ. αιώνα. Μερικοί τοποθετούν το Βόϊον στα ερείπια της χαράδρας,που σώζονται επί αποκρύμνων βράχων της Μαριολάτας 2 χιλ. δυτικά της Φωκικής πόλεως Λίλαιας. Η χαράδρα, όπως ονομάστηκε από τον Παυσανία (150 π.χ.Ελλάδος Περιήγησης) επειδή,βρισκόταν επι βράχων χαράδρας,είναι Φωκική πόλη.Άλλωστε και ο Ηρόδοτος (5ο π.χ.αιώνα) την περιλαμβάνει στις Φωκικές πόλεις, τις οποίες κατέστρεωαν οι Πέρσαι το 480 π.χ. μετά τη μάχη των Θερμοπυλών.
Στις υπώρειες του Καλλιδρόμου,νοτιώτερα του Παλαιοχωρίου,πρός την Δρυμαίαν υπάρχουν ερείπια αρχαιοτάτης πόλεως.Η απόσταση αυτών από το Βόϊο είναι περίπου 4 χλμ.και ευρίσκονται εντός της Δωρίδας.Είναι δε πιθανόν αυτά τα τείχη να αποτελούν ερείπια ακροπόλεως της πεδινής και εκτεθειμένης σε πολλούς κινδύνους επιδρομών πόλεως Βοϊου.Έτσι η ακρόπολη αυτή,ευρισκομένη σε θέση οχυρωμένη και δυσκόλως προσβαλλόμενη ήταν το καταφύγιο των κατοίκων του Βοϊου σε καιρούς επιδρομών άλλων λαών.
2. Το Κυτίνιο ή Κύτινο.Η λέξη Κυτίνιο (Κύτινο) παράγεται από τη λέξη Κύτινος =άνθος ροδιάς ή κύτισος, θάμνος=αρνό φύλλο ή=συσσίνιο από το συς-συός=χοίρος.Τόπος Χοίρων.Η περιοχή ονομάζεται βάλτος (έλος) λίαν προσφιλής στους χοίρους. Στην έξοδο της οδού Αμφίσσης-Γραβιάς επί της πλαγιάς του Παρνασσού σώζονται τείχη αρχαιοτάτης ακροπόλεως με ισοδυναμικό και πολυγωνικό τείχος.Από αυτή ελέγχεται η δίοδος της Δωρικής κοιλάδας που οδηγεί πρός τούς Αμφισσείς, πρός τούς Οζόλας Λοκρούς ή αντιστρόφως ελέγχεται η έξοδος αυτών και άλλων λαών πρός την Δωρίδα και τη Φωκίδα. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την απόσταση αυτή και αριστερά της οδού Αμφίσσης-Γραβιάς-Λαμίας ευρίσκεται ο λόφος <Τσούκα-Χλωμού> σχήματος κολούρου κώνου και ύψους 150 μ.
Στο λόφο αυτό σώζονται ερείπια ακροπόλεως με διπλό πολυγωνικό τείχος πρός την ανατολή και το νότο και τριπλό προς τη δύση και το βορρά.Στις νοτιοανατολικές πλαγιές του λόφου σώζονται ερείπια αρχαίων οικιών. Είναι φυσικό να υποθέτει κανείς ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της Ακροπόλεως της υπεράνω της Γραβιάς και της Τσούκας Χλωμού,όπως και μεταξύ της ακροπόλεως του Βοϊου και εκείνης του Παλαιοχωρίου. Φαίνεται ότι οι Δωριείς,<πομενικόν και πολυπλάνητον έθνος>καθ’ Ηρόδοτον στην αρχή έχτισαν τις ακροπόλεις σε φυσικώς ισχυρές θέσεις,σε πλαγιές και απρόσβλητες από τους διαφόρους επιδρομείς και εν ασφαλεία ευρισκόμενοι ήλεγχον την κοιλάδα τους.Αργότερα, τμήματα αυτών εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα,που παρείχε πλούσιες βοσκές στα κοπάδια τους.
Οι δε ακροπόλεις της Γραβιάς και του Παλαιοχωρίου,όπως αναφέραμε,τους χρησίμευαν ως καταφύγιο,σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής. Στην Τσούκα Χλωμού κατά μαρτυρία του Θουκιδίδου τοποθετείται το Κυτίνιο.Μερικοί ονομάζουν το Κυτίνιο,Κύτινο και άλλοι Κυτέϊνο. Η πόλις του Κυτινίου υδρεύετο από πηγές που υπήρχαν σε ύψωμα που ευρίσκεται παραπλεύρως της πόλεως και ονομάζεται <Παλαιοχλωμός>.Οι καλλιεργούντες τους αγρούς της θέσεως αυτής αποκαλύπτουν στρογγυλούς πήλινους σωλήνες του υδρευτικού αγωγού του Κυτινίου.Στό οροπέδιο του <Παλαιοχλωμού> σώζονται αρχαία κτίσματα.Οι βοσκοί ανακάλυψαν και εσύλησαν αρχαίους τάφους.Το οροπέδιο αυτό, φαίνεται ότι κατοικείτο και ήταν καταφύγιο των κατοίκων του Κυτινίου σε περίπτωση επιδρομής. Στην περιοχή του Κυτινίου ανευρέθησαν επίσης επιγραφές,νομίσματα διαφόρων εποχών και λαών,πήλινα αγγεία μεγάλων διστάσεων χωρίς διάκοσμο, που τα χρησιμοποιούσαν ίσως για τη διαφύλαξη γεωργικών προϊόντων.
3.(Ο,η) Ερινεός=Η λέξη σημαίνει άγρια συκή.Ερίνεος (έριον)=ο εξ ερίου κυρίως προβάτου. Τρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Κυτινίου στις νοτιοανατολικές υπώρειες της οροσειράς <Αγιος Βασίλειος>της Οίτης, στο νεκροταφείο του Καστελλίου,σώζονται ερείπια ακροπόλεως μα ισοδυναμικό και πολυγωνικό τείχος και άλλα υπολείμματα τειχών.Δεξιά της ακροπόλεως κατέρχεταο ο ποταμός Κανιανίτης(Πίνδος) παραπόταμος του Βοιωτικού Κηφισσού.
Σε απόσταση 200 μ. από την ακρόπολη και λίγο ανατολικότερα από την όχθη του ποταμού, υπάρχουν αρχαίοι τάφοι χρονολογούμενοι από τον 12ο π.χ.αιώνα με ακατέργαστες ασβεστολιθικές πλάκες.Καθ’ ένας περιείχε μικράν υδρίαν και οστά υψηλοσώμων ανθρώπων. Θεμέλια αρχαιοτάτων οικημάτων επίσης διακρίνονται και προς βορράν της ακροπόλεως σε απόσταση 60 μ. και στις υπώρειες του Αγ. Βασιλείου.Στο μέσο αυτών υπάρχει γήλοφος, έργο μάλλον ανθρώπου.Επί του γηλόφου αυτού βρέθηκε λίθινη λάρνακα (σαρκοφάγος)εντός της οποίας ο ιδιοκτήτης του γηλόφου απεκάλυψε οστά ανθρώπου. Πρόκειται περί σαρκοφάγου του 750 π.χ.και περί τάφου τον οποίο εκάλυψε κωνικός σωρός χώματος (τύμβος). Το χώμα σιγά- σιγά παρασύρθηκε από τις βροχές, η δε σαρκοφάγος αποκαλύφθηκε και άγνωστο πότε,λεηλατήθηκε.
Λίγο δυτικότερα από το γήλοφο,ανάμεσα σε τεράστιους ογκόλιθους του όρους <Αγιος Βασίλειος > σώζεται και άλλη ημιτελής λάρναξ, που δε χρησιμοποιήθηκε για τη τοποθέτηση νεκρού,έχει σχήμα λεκάνης και ονομάζεται από τους κατοίκους <κουρήτα>. Στο χώρο αυτό κατά τις μαρτυρίες του Ηροδότου και του Στράβωνος τοποθετείται η Ερινεός.Φαίνεται ότι ονομαζόταν και Δώριο (Αισχίνησ και Lolling).Άλλος (ο γεωγράφος Bersian) τοποθετεί την Ερινεό 6 χιλ. προς δυσμάς στη θέση Πύργο, όπου η Πίνδος (κατά τον Π.Τσακρή). Η Ερινεός υδρευόταν με τον ίδιο αγωγό του Βοϊου, που περνούσε από την ακρόπολη της Ερινεού και κατευθυνόταν πρός το Βόϊον. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ερινεό οδηγούν όλες οι οδοί και οι ατραποί που έρχονται πρός τη Δωρίδα από την κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού που αφού περάσουν στις μεταξύ του Καλλιδρόμου και Οίτης διαβάσεις, συναντώνται στην περιοχή Οίτης,περνούν εις την περιοχή του χωρίου Αποστολιά και φθάνουν στην Ερινεό.Αλλά στην Ερινεό φθάνουν από τη Δρυόπη (Οινοχωρίου) και από τη Καλοσκοπή, μέσω του φαραγγίου του Πίνδου <Στενής> (Κανιανίτη Ποταμού),οι από των χωρών Αινιάνων και Οιτέων, των Αιτωλών και πιθανόν των Αμφισσέων.
4. Η ΠΙΝΔΟΣ Όταν διέρχεται κανείς το δρόμο πουαρχίζει από την Ερινεό (Καστέλλιον) και διασχίζει την χαράδρα <Στενή> πρός Οινοχώριο-Καλοσκοπή,παραλλήλως του ρέοντος ποταμού Πίνδου ή Κανιανίτη και οδεύει εν μέσω υψωμάτων της Γκιώνας και της Οίτης,που διακόπτονται από βαθιές χαράδρες, μετά από 5 χιλιόμετρα φθάνει σε μικρή κυκλική κοιλάδα. Στο μέσο αυτής της θέσεως την οποία ονομάζουν οι κάτοικοι του Καστελλίου <Λογγιές> υψώνεται συμπαγής κωνοειδής λόφος, ονομαζόμενος Πύργος. Στην κορυφή αυτού του λόφου ευρίσκονται τείχη πολυγωνικά ή ισοδομικά, αρχαίας ακροπόλεως. Εντός αυτών οι Φράγκοι αργότερα ίδρυσαν φρούριο στο οποίο οφείλεται η ονομασία Πύργος και το τοπωνύμιο Καστέλλιο. Απέναντι της ακροπόλεως, στην πρός τον Πύργο, νοτιοανατολική πλαγιά της Γκιώνας, υπάρχουν ερείπια του επι τουρκοκρατίας χωριού που ονομαζόταν Παλιοκαστέλλι. Στην επί του λόφου του Πύργου ακρόπολη, κατά μαρτυρίαν του Στράβωνος ευρίσκετο η μητρόπολη της Πίνδου. Το όνομα Πίνδος φαίνεται ότι μετέφεραν οι Δωριείς από την ομώνυμο οροσειρά στην οποία κατέφυγαν όταν εξεδιώχθησαν από τους Θεσσαλούς και από την οποίαν κατήλθαν. Η Πίνδος μνημονεύεται και από τον Ηρόδοτο.
Ο Στράβων στη θέση αυτή τοποθετεί την πόλη<Ακύφα>. Άλλοι (Lolling) τοποθετούν στη θέση αυτή το Βόϊο, την δε Πίνδο τοποθετούν στη Δρυόπη (στο Οινοχώρι). Ο Bursian τοποθετεί την Ερινεό στα ερείπια του Πύργου, αριστερά του ποταμού <Κανιανίτη> την δε Πίνδον ή Ακύφο στη θέση της Δρυόπης στο Οινοχώρι. Η ακρόπολη υδρεύετο από πηγές λόφου που απέχει 1 χλμ. βορειοδυτικά από αυτήν.Ο αγωγός, του οποίου σώζονται λείψανα, ήταν από πήλινα ρείθρα, όμοια με τους αγωγούς του Βοϊου και της Ερινεού. Η κυρίως όμως πόλη της Πίνδου μάλλον ευρίσκετο εις το <Ανω Καστέλλιον> στη θέση δηλ. που ήταν επί τουρκοκρατίας και έως το 1864 το σημερινό χωριό Καστέλλιο. Στην περιοχή <Παλιο-Καστέλλι> σώζονται ερείπια αρχαιοτάτων οικιών, ίχνη άλλης αρχαιοτάτης ακροπόλεως και τάφος θαλαμωτός λαξευτός με τέσσερις θήκες. Σαρκοφάγοι επίσης από πηλό, που βρέθηκαν στην περιοχή αυτή περιείχαν διάφορα κτερίσματα. Μιά από αυτές περιείχε πήλινο ειδώλιο. Πολλά από αυτά αποκαλύπτονται κατά καιρούς από τις ισχυρές βροχοπτώσεις ή όταν τα σκαπτικά μηχανήματα διανοίγουν σύγχρονους δρόμους. Στην Πίνδο οδηγούν δρόμοι που έρχονται από τη χώρα των Αμφισσέων και των Οζολών Λοκρών.Ένας δρόμος τον οποίο είχαμε πολλές φορές διαβεί πεζοί, περνούσε από το 51ο χιλιόμετρο και μετά τη θέση <Διπλοπήτες>,έφτανε στη θέση <Ζαγγανά>. Από εκεί άρχιζαν δύο δρόμοι-όπως και σήμερα.Ο ένας οδηγούσε στην Καλοσκοπή.Ο άλλος κατηφόριζε πρός το Παλιο-Καστέλλι.Από εκεί ένας δρόμος κατευθυνόταν πρός τον Πύργο <Πίνδο> και πρός την Ερινεό.Ο άλλος κατηφορικός έφθανε στον Πίνδο ποταμό <Κανιανίτικο γεφύρι> και από εκεί, ανηφορική ατραπός έφθανε στη Δρυόπη. Η Δρυόπη, πρέπει να κατείχε θέση που αποτελούσε κόμβον των τότε συγκοινωνιών.Γιατί μέχρι της επελθούσης αλλαγής των μέσων των συγκοινωνιών, όλοι οι δρόμοι, που έρχονταν από τις χώρες των Οιτέων, των Αινειάνων, των Αιτωλών, αργότερα δε από του Δήμου Καλλιέων και των ομόρων περιοχών, περνούσαν όπως και σήμερα η επαρχιακή οδός, από το Οινοχώρι και παραπλεύρως, σε απόσταση 10μ. από τα Β.Α. ερείπια του τείχους της Δρυόπης, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια.
5. Η ΔΡΥΟΠΗ.Η λέξη αυτή, όπως και οι λέξεις Δυάς, Αμαδρυάς, Δρυαπίς και Δρύοψ έχουν ετυμολογική συνάφεια με τη λέξη δρυς, δρυμό. Όπως γράψαμε τα απομεινάρια των τειχών της Δωρικής πόλεως Πίνδου,περιβαλλόμενα από τα ερείπια του Φραγκικού φρουρίου ευρίσκονται στην κορυφή βραχώδους λόφου 200 περίπου μ. ύψους, που ονομάζεται σήμερα Πύργος και υψώνεται σε μικρή κυκλική κοιλάδα του ποταμού Κανιανίτη <Πίνδου>. Από τη μικρή αυτή κυκλική κοιλάδα, σταυροδρόμι αρτηριακών συγκοινωνιών, από την προϊστορική εποχή, όπως φαίνεται, μέχρι σήμερα, μία οδός διαβαίνει τη γέφυρα του ποταμού Πίνδου.Περνάει από τη βορειοδυτική πλευρά του Πύργου και, ανηφορική, μέσω εκτάσεων πυκνού δάσους δρυός,κατευθυνεμένη πρός το Οινοχώριον (Κάνιανη) (1) μετά από 4,5χλμ.διαβαίνει τη βορειοανατολική πλαγιά γηλόφου που ονομάζεται <Παληόκαστρο> και <Αγία Παρασκευή>. Πρόκειται περί του γηλόφου τον οποίο περιβάλλουν σωζόμενα ερείπια πολυγωνικού τείχους.Στη θέση αυτή τοποθετεί ο Βυζαντινός γραμματικός Ισ.Τσέτσης την ακρόπολη της Δρυόπης, μιάς από τις πόλεις της αρχαίας τετραπόλεως των Δωριέων, όπως υποστηρίζει, ο δε Παν Τσακρής Την Δωρική πόλη Δρυόπη. ………………………>>……………………………… (1) Το Οινοχώρι (Κάνιανη παλαιότερα) ευρίσκεται στις νοτιοανατολικές υπώρειες ακραίου τμήματος δασοσκεπών, αμφιθεατρικώς διατεταγμένων ωραίων γηλόφων. Αυτοί ενώνουν τις βορειοδυτικές απολήξεις της οροσειράς της Οίτης με το όρος Γκιώνα στη θέση Τράκα της Καλοσκοπής.Αποτελούν φράγμα που προασπίζει τις ανατολικές περιοχές από τους ισχυρούς και ψυχρούς βορειοδυτικούς ανέμους. ……………………….<<……………………………… Άλλοι στη θέση αυτή τοποθετούν τον Ακύφαντα ή Πίνδο.Ασπαζόμαστε, τα συμπεράσματα του μόνου ερευνήσαντος την περιοχή Παναγιώτη Τσακρή. Αναλυτικότερα θα γίνει λόγος κατωτέρω.
Από την νηπιακή ηλικία ακούαμε ότι ο γήλοφος αυτός να ονομάζεται <Παληόκαστρο>.Στ΄λη βορειοανατολική,πρός το χωριό στραμμένη πλευρά, εκτός από το λίθινο κατώφλιο εσώζοντο και οι δύο πλευρές,<οι παραστάτες> της κυρίας πύλης και τρείς προμαχώνες των τειχών. Σε πολλά σημεία του τείχους υπήρχαν πολυγωνικοί πελώριοι λίθοι, που είχαν απομείνει, δείκτες του ύψους του τείχους. Επίσης υπήρχαν όμοιοι με τους πολυγωνικούς λίθους των τειχών έξω από αυτά διάσπαρτοι στους καλλιεργούμενους αγρούς των πλευρών του λόφου και πέραν αυτών. Η εντός των τειχών έκταση, περίπου τεσσάρων στρεμμάτων, είναι αμφικλινής. Εις το βορειοδυτικό ακραίο τμήμα υψώνεται λοφίσκος, που δεσπόζει όχι μόνο της ακροπόλεως αλλά και της όλης περιοχής, όπως και αυτός ο γήλοφος της ακροπόλεως. Στό κέντρο της εντός των τειχών εκτάσεως, σώζεται μικρή περίβλεπτη επίπεδη και λιθόστρωτη επιφάνεια εδάφους. Στο νότιο άκρον του γηλόφου υπάρχουν τα ερείπια, προφανώς παλαιοχριστιανικού ναού, του οποίου το κατά την παράδοση όνομα είναι, όπως και η άλλη ονομασία του γηλόφου, Αγία Παρασκευή.
Σε μικρή 100μ. περίπου, απόσταση βόρεια της ακροπόλεως υψώνονται γήλοφοι κατάφυτοι από πυκνά δάση, πλατυφύλλου δρυός. Η ακρόπολη,ωστόσο, δεσπόζει της όλης περιοχής. Η εντός των τειχών έκταση και οι εκτός αυτών επικλινείς εκτάσεις και οι πέραν αυτών, εκαλλιεργούντο μέχρι των μέσων του 20ου αιώνος. Όλος αυτός ο χώρος, ιδίως όμως ο εντός των τειχών, ήταν διάσπαρτος από θραύσματα και τεμάχια διαφόρων μεγεθών κεράμων, ειδωλίων, πήλινων αγγείων, δοχείων, οικιακών σκευών, από υδρίες λυχνίες, κτερίσματα και νομίσματα πολλών λαών, όπως Οιτέων, Αιτωλών, Αινιάνων, Αχαιών, Φθιωτών, Μαλλιέων, Αμφισσέων κ.λ.π.Αυτά και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα απεκάλυπταν οι γεωργούντες την γήν Οινοχωρίτες, αλλά μη γνωρίζοντες την αξίαν αυτών, τα εκποιούσαν αντί ελαχίστων χρημάτων σε αρχαιοκάπηλους ή τα έθραυαν. Η ακρόπολη υδρευόταν, όπως αποδείχτηκε από ευρεθέντες πήλινους στρογγυλούς σωλήνες υδραγωγικού δικτύου, προφανώς από την πηγή των υπωρειών των βορειοδυτικών παραπλησίων λόφων, την <Κρανιά>.
Άλλα αρχαιολογικά, διάφορα ευρήματα, ανέυρισκαν ή αποκάλυπταν οι κάτοικοι σε όλη τη γύρω και πέραν της ακροπόλεως περιοχή.Έτσι στην περιοχή του λόφου του Αγίου Δημητρίου και στην επικλινή δυτική έκταση αυτού, σε μικρή απόσταση από τα ερείπεια της παλαιοχριστιανικής και ομώνυμης του λόφου εκκλησίας, βρέθηκαν τάφοι από πορώδη λίθο, που περιείχαν υπερμεγέθη οστά ανθρώπων.Στην περιοχή ε’υρισκαν οι κάτοικοι, κατα την εκτέλεση εργασιών, εκτός από θραύσματα αντικειμένων από οπτή γη (πηλό) και διάφορα σιδηρά τεμάχια αντικειμένων. Πολλά επίσης όμοια αυρήματα αποκάλυπταν οι κάτοικοι (ποιμένες, κυνηγοί ή γεωργοί) στο χώρο, που παρεμβάλλεται μεταξύ της ακροπόλεως και του Οινοχωρίου. Κατά το 1952 ο Δημ.Α.Κασβής βορειοανατολικά του εξωκκλησίου της Ευαγγελίστριας, σε απόσταση 20 περίπου μέτρων, σκάβοντας χωρίς να το αντιληφθεί, καταθρυμμάτισε λήκυθον ή αμφορέα.Παρά την πηγή <Κατέρω> ο Αθ. Ν. Ρούλιας καλλιεργών το χωράφι του, απεκάλυψε δύο πήλινους μεγάλους πίθους, χωρίς διάκοσμο, στούς οποίους υπήρχαν υπολείμματα δημητριακών.
Στη θέση <Περιβόλια> εντός του οικισμού του Οινοχωρίου ο Δημ Ι. Κασβής κατά την εκσκαφή του αγρού του αποκάλυψε λίθον με επιγραφή <ΕΠΙΦΑΝΕΙ ΛΑΥΣΙΑ-ΑΝΔΡΙ ΑΓΑΘΩ>. Ευρέθη δε και άλλη επιγραφή επί λίθου, η οποία ανάλογα με τα γράμματα που θα προστεθούν μπορεί να αναγνωσθεί <ΒΡΟΧΟΣ> ή <ΔΡΥΟΧΟΣ> δηλ. τόπος δρυών. Οι διατυπωθείσες απόψεις ιστορικών και αρχαιολόγων περί της ονομασίας των πόλεων της < Αρχαίας Δωρικής Τετραπόλεως> δεν ταυτίζονται. Από τα νομίσματα, που είχαν ανακαλύψει οι κάτοικοι μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η Δρυόπη ανήκεν εις τους Οιτέους.Κατά την περίοδο 280-162 π.χ. στούς Αιτωλούς και αργότερα στούς Αχαιούς Φθιώτες.Η μυθολογία αναφέρει ως πατέρα της Δρυόπης τον Δρύοπα, βασιλέα της Οίτης κ.λ.π. Γερμανός αρχαιολόγος (Colling) τοποθετεί τη θέση της Δρυόπης την Πίνδο ή Ακύφαντα.Άλλος συγγραφέας (Ισαάκ Τζέτζης) γράφει ότι η Δρυόπη είναι η έκτη πόλη της Δωρικής Μητροπόλεως κ.λ.π.
Όπως όμως αναφέραμε μόνο ο Παν Τσακρής, περί το 1970, διενήργησε συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες. Η εναίσιμος διδακτορική διατριβή, την οποίαν άλλωστε ενέκρινε και ο αείμνηστος, επίσης, καθηγητής του Πανεπιστημίου (μεταξύ άλλων κορυφαίων καθηγητών) Γεώργ. Κόλλιας, αναφέρει αναλυτικά σε όλες τις πτυχές της Αρχαίας Δωρίδος, της Μητροπόλεως των Δωριέων. Αναφερόμενος στην ταυτότητα των πόλεων της Δωρίδας παρατηρεί ότι η Πίνδος και η Δρυόπη περιβάλλονται από απότομα υψώματα της Γκιώνας και της Οίτης. Είναι κτισμένες η μεν Πίνδος επί αποκρήμνου βράχου, η δε Δρυόπη επί γηλόφου περιβαλλομένου υπό πυκνών δασών δρυών.Ευρίσκονται εν μέσω χαραδρών και πυκνών δασών και διαφέρουν των άλλων πόλεων του Βοϊου, της Ερινεού και του Κυτινίου που βρίσκονται σε πεδινά εδάφη. Η Ερινεός και το Βόϊο υδρεύονταν από τον ποταμό Πίνδο που έρεε πλησίον αυτών. Τούτο αποτελεί φαεινή μαρτυρία της θέσεως της Ερινεού και του Βοϊου. Όλες οι πόλεις είχαν αρδευτικό αγωγό από όμοια πήλινα ρείθρα.Τούτο σημαίνει ότι ανήκαν στην ίδια επικράτεια.
Όπως είναι σύνηθες, τα τοπονύμια σχετίζονται με διάφορα στοιχεία του τόπου, όπως τα ιστορικά, παραδοσιακά, μορφολογικά, γεωφυσικά, γεωγραφικά, παραγωγικά κ.α. Οι Δωριείς, όταν εκδιώχθηκαν από την περιοχή του Κισσάβου, άλλοι μεν, με αγέλες βοών, χοίρων και ποίμνια προβάτων, δια μέσω πεδινών εκτάσεων, που προαναφέραμε της Θεσσαλίας και της χώρας των Μαλλιέων και της κοιλάδας του Σπερχειού και των μεταξύ του Καλλιδρόμου και της Οίτης προσβάσεων, εγκαταστάθηκαν σε πεδινή έκταση πρόσφορη για την εκτροφή των βοδιών στο Βόϊο, των χοίρων στο Κυτίνιο, των προβάτων στην Ερινεό. Άλλη όμως ομάδα που φαίνεται είχαν ποίμνια αιγών, προτίμησαν να ακολουθήσουν πορεία ορεινή, η οποία είναι καταλληλότερη για τα <γίδια>από τις πεδινές εκτάσεις. Αυτοί κατέφυγαν στις δασώδεις περιοχές της νότιας οροσειράς της Πίνδου. Κατά δε την κάθοδον πρός τα νοτιοανατολικά, ακολούθησαν με τα ποίμνιά τους ατραπούς, για να εγκατασταθούν σε νοτιώτερες περιοχές με ηπιότερες κλιματολογικές συνθήκες και με πλούσια βλάστηση για τα ποίμνιά τους.
Έτσι, έφθασαν στα νοτιώτερα άκρα της οροσειράς της Πίνδου, πέρασαν τις μεταξύ του Τυμφρηστού,Βαρδουσίων και Οίτης προσβάσεις, ακολούθησαν τη γνωστή διαδρομή της ημιονικής οδού, μέχρι του εκσυγχρονισμού των μέσων της συγκοινωνίας και της επεκτάσεως αυτών-σήμερα βέβαια σύγχρονη συγκοινωνιακή αρτηρία- η οποία από την Καστριώτισσα-Μαυρολιθάρι-Πυρά του Δήμου Καλλιέων φθάνει στη θέση <Καναλάκι> ομόνυμη με την εκεί πηγή κρυστάλλινου ύδατος. Σημειώνεται ότι στη θέση αυτή έφθαναν και οι μετά την κάθοδο των Δωριέων επερχόμενοι Ακαρνάνες και Αιτωλοί και ίσως, Οζόλαι Λοκροί, μέσω της μεταξύ Γκίωνας και Βαρδουσίων, κοιλάδος του Μόρνου, όπως άλλωστε και η σύγχρονη σημερινή οδός, η οποία ενώνει την Ανατολική με τη Δυτική Στερεά Ελλάδα. Κατερχόμενοι Δωριείς, φαίνεται ότι αφού πέρασαν από το μικρό οροπέδιο που ονομάζεται <Βρύζες> ακολούθησαν τη βατή κορυφογραμμή σειράς λόφων, πέρασαν τις μεταξύ αυτών διόδους και έφθασαν στην κορυφή σειράς γηλόφων και επικλινών εκτάσεων, καλυμμένων με πυκνά δάση δρυός.
Τούτο ικανοποιούσε τις ανάγκες για τη διατροφή των ποιμνίων των αιγών τους. Προχωρούντες ακολούθησαν κατηφορική χαράδρα, στην οποία πιθανό τότε να έρρεε ποταμός. Αφού πέρασαν τη χαράδρα αυτή, σήμερα ονομάζεται <Χαλκιά Ρέμματα>, έφθασαν σε περιοχή υπήνεμο περιβαλλόμενη από δάση δρυός.
Σε λόφο, δεσπόζοντα της περιοχής αυτής,εγκαταστάθηκαν και έκτισαν τη Δρυόπη.Σχετικά με τη Πίνδο, είναι δυνατόν να υποτεθεί ότι ένα τμήμα Δωριέων εγκαταστάθηκε στη Δρυόπη. Ο χώρος της, ίσως ήταν ανεπαρκής.Γι’ αυτό άλλο πολυπληθές τμήμα, προωθήθηκε, πρός το νότο, δια μέσω δρυοσκεπούς περιοχής και εγκαταστάθηκε στη κοιλάδα του ρέοντος πρός νοτιοανατολική κατεύθυνση ποταμού.Είναι δυνατόν δε να επικοινώνησαν οι αποτελούντες το τμήμα αυτόμε τους ομόφυλους Δωριείς της πεδινής Δωρίδας και επειδή η περιοχή παρείχε αφθονία τροφών για τα ποίμνιά τους και άλλα μέσα συντηρήσεως αυτών έλαβαν την απόφαση αυτή. Τον δε ποταμόν και την ακρόπολη ονόμασαν <Πίνδον> πρός ανάμνησιν ιστορικών τους βιωμάτων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Οι πόλεις των Δωριέων, Βόϊον, Κυτίνιον, Ερινεός των οποίων οι κάτοικοι ευμηρούσαν, ζούσαν σε γόνιμα πεδινά εδάφη. Η Πίνδος και η Δρυόπη χαρακτηρίζονταν <πολίσματα> κατά τον Θουκυδίδη και <μικραί και λυπρόχωροι> κατά τον Στράβωνα. Ο δε Ησύχιος, γράφει γι’ αυτούς τούς Δωριείς και <τους περί την Οίτην κατοικούντες ούτως λέγεσθαι δια το λιμώττειν και μοχθηρόν έχειν ταύτην την χώραν>.
Γι’ αυτούς τούς λόγους οι Δωριείς, αναζητούντες καλύτερη τύχη σε άλλες χώρες, εγκατέλειψαν τη Δωρίδα και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο (Ηλείαν-Αχαϊαν-Μεσήνην) και αργότερα στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και στα βορειοδυτικά παράλια της Μ. Ασίας, από τη Σμύρνη ως την Προποντίδα. Ο Ισοκράτης γράφει σχετικώς με την υπό των Δωριέων εγκατάλειψη της Δωρίδος. <Επειδή κατείδον (οι Δωριείς) τας πόλεις τας αυτών αδόξους και μικράς και πολλών ενδεείς ούσας, υπεριδόντες ταύτας εστράτευσαν επί τας εν Πελοποννήσω πρωτευούσας επ΄ Άργος και Λακεδαίμονα και Μεσσήνην>.
Πάντως οι Πόλεις της αρχαίας Δωρίδος παρέμειναν άθικτες όχι μόνο κατά τούς Περσικούς πολέμους 350 π.χ. αλλά και αργότερα. Εξασθένησαν από την έναρξη της μετοικεσίας των Δωριέων πρός άλλες περιοχές και με την εμφάνιση και ανάπτυξητων γειτονικών λαών. Ιδίως των Αιτωλών, των Αινειάνων,των Οιτέων, που αποδυνάμωσαν τις πόλεις της Δωρίδος. Κατεστράφησαν τελείως τον 3ον π.χ. αιώνα όταν έγινε ο πόλεμος μεταξύ των Αθαμάνων και των Αιτωλών. Εσώθησαν ελάχιστα τεκμήρια.Παραθέτουμε τη σχετική και λίαν ενδιαφέρουσα παράγραφο του Στράβωνα:< Τέως μεν ήσαν εν αξιώματι οι πόλεις καίπερ ήσαν μικραία και λιπρόχωροι, έπειτ’ ολιγωρήσθησαν. Εν δε τω Φωκικώ πολέμω και τη Μακεδόνων εκστρατεία και Αιτωλών και Αθαμάνων θαυμαστόν ει και ίχνος αυτών εις Ρωμαίους ήλθεν>.
Παρά ταύτα η Δωρίδα αναγνωριζόταν από τούς Δωριείς, που εξαπλώθηκαν σε άλλες χώρες ως η κοιτίς και η Μητρόπολη των Δωριέων και η κοιλάδα αυτής ως κοιλάδα των Δωριέων. Τούτο δε μαρτυρείται από όλους τους αρχαίους συγγραφείς, που αναφέρονται στούς Δωριείς, όπως είναι: Ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Στράβων, ο Παυσανίας κ.ά. Περαίνοντας σημειώνουμε ότι στο χώρο της αρχαίας Δωρίδας ευρίσκονται τα χωριά Γραβιά, Καστέλλια, Οινοχώρι, Αποστολιάς, Βράλλος, Παλαιοχώρι. Σημειώνουμε ακόμα ότι άλλοτε η Γραβιά μετά περί αυτής χωριά ήταν η έδρα του Καποδιστριακού Δήμου Δωριέων, ο οποίος κατά την τελευταία διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας μετονομάσθηκε σε Δήμο Γραβιάς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Παναγ.Αγ. Τσακρή Η ΑΡΧΑΙΑ ΔΩΡΙΣ-Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΔΩΡΙΕΩΝ (1971)
- Χαρ. Περ. Στοφόρου. Οι Δωριείς.
- Γεωργ. Πουρνάρα. Σχετική Συγγραφή.
- Μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων α.Ηροδότου 5ος π.χ. αιών (πατήρ της ιστορίας.Περσικοί πόλεμοι.)
- Θουκυδίδου 455-400 π.χ. (Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου 431-441 π.χ.)
- Στράβωνος 64 π.χ.-63 μ.χ. (Γεωγραφικά)
- Παυσανίου 150 μ.χ. ( Ελλάδος Περιήγησις). ΣΗΜ.